Μικρός πίστευα ότι μέσα στο κουτί του ραδιοφώνου
κατοικούσαν μικρά ανθρωπάκια.
Δουλειά τους έλεγα ήτανε να διαφημίζουν απορρυπαντικά,
να λένε ειδήσεις, να περιγράφουν ποδοσφαιρικούς αγώνες,
αλλά κυρίως (κι αυτό ήταν που μου άρεσε περισσότερο)
να παίζουν μουσική και να τραγουδούν.
Πως άλλως ήταν δυνατό αυτό το κουτί να τα έκανε όλ’ αυτά ;
Έτσι εξηγούσα και το γεγονός ότι κανένας από τους μεγάλους
δεν με άφηνε να ακουμπήσω το ραδιόφωνό του.
«Έχουν δίκιο», σκεφτόμουνα αφού άγαρμπος όπως ήμουνα
δεν το ‘χα σε τίποτα να το αναποδογυρίσω μαζί με εκφωνητές,
ηθοποιούς, τραγουδιστές και μουσικούς παρέα με τα βιολιά τα πιάνα
τα μπουζούκια και τα άλλα κλαμπατζύμπανά τους .
Όπως ήταν φυσικό κάθε ραδιόφωνο
είχε μέσα τα δικά του ραδιο-ανθρωπάκια:
Των γονιών μου ήταν γεμάτο από μπουζουξήδες με βραχνές φωνές
και κάτι βαρύτονους ειδησεατζήδες που δεν είχαν άλλη δουλειά
παρά να λένε που πήγε ο Πρωθυπουργός
και τι του είπε ο Πρόεδρος της αντιπολίτευσης
και τι ανταπάντησε ο πρώτος και κ.ο.κ.
Όσο για τους μπουζουξήδες, όλο γκρίνια ήταν:
άλλος παραπονιότανε γιατί η Κυριακή ήταν συννεφιασμένη
κι άλλος γιατί έπρεπε να φύγει για την ξενιτειά
(ειδικά αυτόν τον παραμόνευα συστηματικά μπας και τον έβλεπα
να ξεμπουκάρει πίσω απ’ το ράδιο με τα μπαγκάζια του έτοιμος για μπάρκο,
αλλά μπα, άδικος κόπος, μόνο λόγια ήτανε).
Ο θείος Νίκος είχε ένα ράδιο γεμάτο ποδοσφαιριστές και διαιτητές,
που κάθε Κυριακή τους έβριζε συνεχώς έχοντας ρίξει το
μπουρινιασμένο βλέμα του πάνω σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί γεμάτο άσσους,
δυάρια και το γράμμα Χ. Στο ημίχρονο ήτανε ένας που φώναζε κάποια Κατερίνα
να τον βάλει για ύπνο: “Πάμε για ύυυυπνο Κατερίνααααα
παμε ν’ αλλάξουμε ζωηήήήήήήή …». Ο θείος φώναζε εκνευρισμένος :
«Άντε κοιμήσου ρε και συ κι η Κατερίνα σου ν’ αρχίσει ο αγώνας».
Μα το πιο λαμπρό απ’ όλα ήταν το ραδιόφωνο της γιαγιάς!
Έρωτες, εγκλήματα, ιστορίες από το πόλεμο μέχρι και παραμύθια
αφηγούνταν τα ραδιο ανθρωπάκια στο παλιό εκείνο ξύλινο κουτί.
Η γιαγιά, που πάντα έπλεκε ή μαγείρευε ακούγοντας ράδιο,
μου επέτρεπε την είσοδο με τον όρο να μην κάνω φασαρία.
Βλέπετε, τα σκασμένα τα ανθρωπάκια δεν τέλειωναν ποτέ την ιστορία,
παρά κάθε μέρα έλεγαν ένα κομμάτι της.
Έτσι η γιαγιά φοβόταν μη χάσει καμιά συνέχεια και
ύστερα δεν θα μπορούσε να την αφηγηθεί στη φιλενάδα της τη κυρά Πηνελόπη,
που ναι μεν είχε ραδιόφωνο αλλά ήτανε κουφή η καημένη,
και το άκουγε ή μάλλον το «έβλεπε»
από δεύτερο χέρι διαβάζοντας τα χείλια της γιαγιάς μου.
Καθότανε που λέτε, κι αφουγκραζότανε αμίλητη έως τη στιγμή που
ο κακός του σεναρίου κορτάριζε την νεαρή πρωταγωνίστρια
κι εκείνη (η γιαγιά όχι η πρωταγωνίστρια) μουρμούριζε όλο σύγχυση
«άμε στη καλιώρα βλακόμετρο που θες κι έρωτες».
Ξάφνου έπεφτε μια μουσική κι ένα από τα ανθρωπάκια έλεγε όλο στόμφο:
“Αθήναι, Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοτηλεόρασης, ακολουθούν μουσική και διαφημίσεις ».
Η γιαγιά που αδιαφορούσε πλήρως για τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο
των απορρυπαντικών και των ανθεκτικών τεντοπάνων σηκωνότανε εκνευρισμένη
να το χαμηλώσει. Και το ξαναδυνάμωνε μόνο όταν άκουγε τη Σοφία Βέμπο.
Εκείνη την ώρα με τρόπο τελείως μαγικό, μεταμορφωνόταν για να γίνει όπως
οι κυρίες με κρινολίνα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του σαλονιού της.
Λέπταινε και ψήλωνε, φεύγανε οι ρυτίδες από πάνω της και έδιναν τη θέση της
σε μια επιδερμίδα λευκή σαν το γάλα και η φωνή της καθαρή και κοριτσίστικη ακουγόταν κελαριστή:
«Χρόνε, απ' το μαύρο σου το διάβα όλα μαραίνονται
μα δεν μαραίνονται οι πρώτες συγκινήσεις
και στο τελάρο σου απ' τη σκέψη μας υφαίνονται
με τη βελόνα του ονείρου οι αναμνήσεις»
Έκανε μερικές στροφές όλο χάρη κι ύστερα συνέχιζε:
«Αχ να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά
να ξανάνθιζε η γριούλα αμυγδαλιά
οι αυλόπορτες ν' ανοίξουν οι βαριές
ν' απλωθούνε της γαζίας οι ευωδιές»
Ήμουν απόλυτα σίγουρος πως η μικροσκοπική κυρία Βέμπο που ήταν κλεισμένη στο ραδιόφωνο,
ζήλευε πολύ τη γιαγιά μου που είχε καλύτερη φωνή από εκείνη και που σίγουρα ήταν
και πιο όμορφη…Μα το θαύμα κρατούσε μόνο λίγα λεπτά και το τέλος του σήμαινε συνήθως
η πειστική φωνή μιας άλλης κυρίας η οποία διαβεβαίωνε ότι
«οι κουρτίνες Γκρεκοτέξ αποτελούν το ιδανικόν συμπλήρωμα δια ένα τέλειον σπίτι».
Τότε, γιαγιά και εγγονός επιστρέφαμε απρόθυμα στην πραγματικότητα και το μόνο
που έμενε από τη μαγεία ήταν ένα σχεδόν εφηβικό κοκκίνισμα στα μάγουλά της.
Εκείνα τα χρόνια πέρασαν κι αυτά που ήρθαν κουβάλησαν μαζί τους σχολεία και
φροντιστήρια για μένα, κι ένα βαρύ εγκεφαλικό για τη γιαγιά η οποία
και ανεχώρησε "εις τας αιωνίους μονάς" ενώ εγώ έφυγα για να γίνω αιώνιος φοιτητής.
Φαίνεται ότι μαζί με τη γιαγιά έφυγαν και τα ραδιο - ανθρωπάκια μου
καθώς στο μεταξύ είχα πειστεί πως «ο ήχος του ραδιοφώνου ταξιδεύει μέσω της
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τον πομπό του ραδιοφωνικού σταθμού,
άρα αυτό που ακούμε συμβαίνει κάπου αλλού και οπωσδήποτε όχι εντός του κουτιού της συσκευής...».
Πριν από λίγες μέρες πέρασα από το έρημο πια σπίτι της γιαγιάς.
Περίπου σαν προσκυνητής πέρασα την εξώπορτα με την ευλάβεια που προκαλούν τα παλιά σπίτια.
Ανεβαίνοντας προσεκτικά τη πέτρινη σκάλα που αγκάλιαζε αποκαμωμένη το χορταριασμένο ντουβάρι,
προσπάθησα μάταια να μυρίσω το πιπεράτο κοκκινιστό της γιαγιάς, μα το μόνο που
μου ήρθε στη μύτη ήταν η μυρωδιά της μούχλας. Μπήκα στο σαλόνι με το σκρίνιο,
μα το πέρασα βιαστικά σαν να φοβήθηκα τους συνοφρυωμένους προ-παππούδες και
τις κυρίες με τα κρινολίνα που με κοιτούσαν επιτιμητικά που τους χάλασα την ησυχία.
Αυτά τα παλιά σπίτια δεν είχαν διαδρόμους κι έτσι πήγαινα από δωμάτιο σε δωμάτιο ώσπου
στο τέλος έφτασα στην κουζίνα. Και τότε το είδα: το ραδιόφωνο!
Θυμήθηκα ξανά τα ραδιο - ανθρωπάκια μου κι ένα χαμόγελο ήρθε από μόνο του
για να κοροϊδέψει τις αφελείς παιδικές μου φαντασίες.
«Λειτουργεί άραγε ακόμη» αναρωτήθηκα, και πάτησα το «ΟΝ».
Η μελωδία ήταν πολύ βαθιά χαραγμένη μέσα μου ώστε ήταν αδύνατο να μην την αναγνωρίσω.
Η ζεστή φωνή που τη συνόδευε ήταν απλώς η επιβεβαίωση:
«Χρόνε, απ' το μαύρο σου το διάβα όλα μαραίνονται
μα δεν μαραίνονται οι πρώτες συγκινήσεις
και στο τελάρο σου απ' τη σκέψη μας υφαίνονται
με τη βελόνα του ονείρου οι αναμνήσεις»
Για λίγα λεπτά άκουγα μαρμαρωμένος, κι ύστερα έκανα μεταβολή για
να περάσω τρέχοντας τα δωμάτια αναστατώνοντας για δεύτερη φορά τους παππούδες
και τις κυρίες με τα κρινολίνα. Φτάνοντας στη σκάλα έκοψα τη φόρα μου
και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έβαλα τα γέλια.
«Τι σου είναι οι συμπτώσεις « σκέφτηκα,
«που να ήξερε ο παραγωγός της εκπομπής που παίζει αυτή την ώρα
πως άθελά του τρόμαξε τόσο πολύ έναν τυχαίο ακροατή του»,
και μ’ αυτή τη σκέψη άρχισα να κατεβαίνω χαμογελώντας τα φαγωμένα πέτρινα σκαλοπάτια.
Από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας, το ραδιόφωνο έπαιζε ακόμη
κι έτσι άκουσα πεντακάθαρα τον εκφωνητή.
Μόνο που η φωνή του είχε χάσει το γνωστό της στόμφο και αντ' αυτού ακούστηκε κοροιδευτική:
«Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοτηλεόρασης, ακούσατε μουσική και διαφημίσεις!»
Υ.Γ.
Στη γιαγιά Μαριάννα που κάνει τώρα ντουέτο με τη Βέμπο
κι από κάτω η κυρά Πηνελόπη χειροκροτάει ενθουσιασμένη.
πηγή:
www.radiophone.gr