Στα παραμύθια ποτέ δεν ήμουν καλός, δεν μπορούσα να γράψω ποτέ παραμυθένιες ιστορίες και ταξιδιάρικα κείμενα. Πάντα ήμουν πιο υλιστής και αυτό με δυσκόλευε να μιλήσω για ανθρώπους που πραγματικά ήταν παραμυθένιοι. Κάπως έτσι ήταν κι ο άνθρωπος για τον οποίο θα προσπαθήσω να γράψω την επόμενη ιστορία. Ήταν ένας επαναστάτης με αιτία για αυτό και του ταίριαξε ο ρόλος του Τσε, θα μπορούσε να είναι ο Γαρύφαλλος του ομώνυμου τραγουδιού, μα στο κάτω – κάτω ο ίδιος με το τραγούδι «Μεταμορφώσεις» σκιτσάρισε τον εαυτό του. Κυρίες και κύριοι, ο Βλάσσης Μπονάτσος.
Απόγευμα Τετάρτης και με βρίσκει να κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή μου κοιτώντας επίμονα με κατάλευκη σελίδα την οποία πρέπει να γεμίσω με πράγματα για τον Βλάσση. Πρέπει να σκεφτώ και να γράψω ένα παραμύθι, μα πραγματικά για κάποιο λόγο το μυαλό μου δεν θέλει να βοηθήσει ώστε να σκαρώσω μια όμορφη παραμυθένια ιστορία. Ούτε ο παγωμένος καφές του οποίου δαγκώνω μανιασμένα το καλαμάκι μπας και μου έρθει η έμπνευση. Ξεκινάω να γεμίζω τις γραμμές αυτής τις σελίδας κυρίως με σκόρπιες αράδες για αυτόν τον άνθρωπο που γεννήθηκε την ίδια χρονιά με τον Νικόλα Άσιμο, το 1949 και διέπρεψε με ότι κι αν καταπιάστηκε, είτε αυτό ήταν το θέατρο, είτε η μουσική, η οποία ήταν και η πρώτη του μεγάλη αγάπη, είτε η τηλεόραση με διττό ρόλο όντας και ηθοποιός και παρουσιαστής, αλλά και με τον κινηματογράφο.
Τον Βλάσση τον γνώρισα ως ηθοποιό στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 στην ιδιωτική τηλεόραση σε μια από τις πιο επιτυχημένες κωμικές σειρές που γυρίστηκαν ποτέ, τους «Απαράδεκτους». Ο ρόλος του cool τύπου του ταίριαζε τόσο γάντι, ίσως γιατί ως ένα μεγάλο μέρος ήταν ο ίδιος ο Βλάσσης. Μα δεν ήταν μόνο ηθοποιός κι ας έγινε θρύλος παίζοντας δίπλα στην Αλίκη τον ρόλο του Τσε στην παράσταση Εβίτα. Ξεκίνησε ως μουσικός με τους loubok στην εφηβεία του, αλλά η επιτυχία ήρθε με τους Πελόμα Μποκιού και ιδιαίτερα με το τραγούδι «Γαρύφαλλε» στις αρχές τις δεκαετίας του 1970. Τότε ήρθε και η πρώτη ταινία με τίτλο «Ένα Ελεύθερο Κορίτσι».
Θυμάμαι, μέσα σε αυτά και την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του, αλλά και τα αστεία που έκανε και ως παρουσιαστής σε πολλές τηλεοπτικές παραγωγές που ήταν κατά κύριο λόγο στημένες πάνω στο πληθωρικό ταλέντο του Βλάσση. Γελάω αβίαστα όταν έρχεται στο μυαλό μου η σκηνή από τις «Γυναίκες Δηλητήριο» που χωμένος ανάμεσα στα πόδια της Βαλέριας Χριστοδουλίδου φτιάχνει τα καλώδια στο ραδιοφωνικό σταθμό που δουλεύει η δεύτερη.
Επιπλέον πως μπορώ να ξεχάσω ένα κομμάτι που συνοδεύει κάθε μου σχέση με γυναίκα και πρόσφατα το άκουγα με την κοπέλα μου και για άλλη μια φορά με άγγιξε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Φυσικά για όσους δεν καταλάβατε εννοώ το «Μια γυναίκα», ένα κομμάτι που δείχνει πραγματικά λίγο πολύ τι είναι αυτό που ορίζει την ζωή μας. Μια γυναίκα.
Στις 14 Οκτωβρίου 2004 θυμάμαι την ανακοίνωση πως ο Βλάσσης Μπονάτσος δεν είναι πια ανάμεσά μας αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό και ως μουσικός και ως ηθοποιός και ως παρουσιαστής. Η ιδιαίτερη φωνή του και το χιούμορ του είναι αδύνατον να αντικατασταθούν από τον οποιονδήποτε. Τα τελευταία λόγια για τον Βλάσση δεν μπορεί παρά να είναι πως «οι νέοι γεράσαν και φύγαν οι γέροι και φεύγει και αυτός ο καημένος. Μαζεύεται πλήθος να τον χαιρετήσει κανένας πια δε γελάει. Στα ουράνια ο Γαρύφαλος βρίσκεται τώρα και με τους αγγέλους μιλάει» και να ψυθυρίσει και μια προσευχή για αυτόν τον υπέροχο καλλιτέχνη χρησιμοποιώντας τα λόγια του Καββαδία «θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη».