Αριθμός μηνυμάτων : 19 Ημερομηνία εγγραφής : 25/09/2013 Ηλικία : 53
Θέμα: Εδώ δεν υπάρχει άσυλο 20.02.14 0:03
Εδώ δεν υπάρχει άσυλο: Ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ που προσεγγίζει χωρίς διάθεση νοσταλγίας την ανεξάρτητη σκηνή του '80, αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο.
Οι συντελεστές της ταινίας βουτώντας μέσα στο χρόνο ανασύρουν θραύσματα της ανεξάρτητης σκηνής της δεκαετίας του ΄80 την οποία προσεγγίζουν από μια δική τους οπτική γωνία χρησιμοποιώντας οπτικοακουστικό υλικό, φωτογραφίες και συνεντεύξεις μελών των συγκροτημάτων μαζί με στοιχεία μυθοπλασίας. Η ταινία αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2012.
Συμμετέχουν μέλη των συγκροτημάτων: Yell-o-Yell, Headleaders, Stress, Antitroppau Council, Libido Blume, Metro Decay, Magic De Spell, Cpt. Nefos, Villa 21, Last Drive, South of no North, Auschwitz, Panx Romana, Ex Human, Not 2 without 3, ΑΝΤΙ, Παρθενογένεσις, F.M.Q, Clown, Ανυπόφοροι, Αρνάκια, Χωρίς Περιδέραιο, Γενιά του Χάους, αλλά και άτομα που είχαν θέσεις κλειδιά και άμεση σύνδεση με την ανεξάρτητη σκηνή του ΄80.
Νίκος Χανιώτης: Διεύθυνση Φωτογραφίας (μέλος των ΟΝΕΙΡΟΠΑΓΙΔΑ, Ded City Jetz)
Κώστας Μάστορης: Μουσική επένδυση (μέλος των Metro Decay)
Small Planet: Εταιρία παραγωγής (ντοκιμαντέρ - ΕΞΑΝΤΑΣ)
Μια μικρή συνέντευξη με τους δημιουργούς της ταινίας εξηγεί καλύτερα τα κίνητρα, το θέμα και την άποψη που η ταινία πρεσβεύει.
ΑΛ: Πώς ξεκίνησε η ιδέα του ντοκυμαντέρ; Θ.Γιαννόπουλος: Όπως πολλά σημαντικά πράγματα, έτσι και η ιδέα για το ντοκυμαντέρ προέκυψε υπό την επήρεια αλκοολούχων, μια καλοκαιρινή νύχτα, στο μπαρ του Κώστα του Μάστορη (Metro Decay) στα Κύθηρα. Όπου ο Κώστας διαπιστώνει ότι θα είχε πλάκα να έβγαινε κάτι για την ανεξάρτητη σκηνή του ’80 – κι εμείς αρχίζουμε να το επεξεργαζόμαστε. Αρχίζει λοιπόν μια προεργασία, επειδή θέλουμε να γίνει κάτι αντάξιο αυτών των συγκροτημάτων, κάτι που να μεταφέρει την κυρίαρχη αίσθηση της εξερεύνησης «σκοτεινών μονοπατιών». Οι διαπραγματεύσεις με εταιρείες παραγωγής, το «δέσιμο» της σκηνοθετικής ομάδας και παράλληλα η αναζήτηση των μελών των συγκροτημάτων πήραν κοντά στα 2 χρόνια.
ΑΛ: Για ποιον λόγο θέλετε να κάνετε το συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ;
ΘΓ: Οι λόγοι που σε ωθούν να κάνεις κάτι δημιουργικό (όπως κι εσύ ξέρεις, καλύτερα από εμάς) είναι, κυρίως, προσωπικοί. Αυτά τα συγκροτήματα υπήρξαν νεανικά μου ινδάλματα, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις μου. Η ιδέα να ξανασυναντήσω μετά από τόσα χρόνια τους ανθρώπους αυτούς με συνάρπαζε.
Ο δεύτερος λόγος είχε να κάνει με την ενόχληση που ένιωθα ακούγοντας ή διαβάζοντας ότι οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της ροκ σκηνής του ’80 ήταν οι καλλιτέχνες του ’70 (!!!) - ο Σιδηρόπουλος δηλαδή, ο Πουλικάκος, οι Socrates... Ακόμα χειρότερα ένοιωθα βλέποντας τους «κομματικούς» του ’80, σαν τον Βασίλη τον Παπακωνσταντίνου ας πούμε, να αυτοαναγορεύονται σε οργισμένους ροκάδες! Έβλεπα να κυριαρχεί μια γενικότερη διαστρέβλωση – αν ρωτήσεις έναν σημερινό πιτσιρικά να σου χαρακτηρίσει τη γενιά του ΄80 θα σου πει: «η γενιά του Γαρδέλη και του Ψάλτη». Ε, δεν ήμασταν κάτι τέτοιο – πώς να το κάνουμε;
Κι απ΄αυτό προκύπτει ο τρίτος λόγος για να γίνει το ντοκυμαντέρ – ότι δηλαδή έχω την εντύπωση πως αυτό το κομμάτι της γενιάς του ‘80 φιμώθηκε άτσαλα, σβήστηκε από τον χάρτη με συνοπτικές διαδικασίες. Τόσο από μουσικής, όσο και από κοινωνικής άποψης – για παράδειγμα, σκέψου πόσοι γνωρίζουν τους Olympians της δεκαετίας του ’60, τους Socrates της δεκαετίας του ’70 ή τα Ξύλινα Σπαθιά της δεκαετίας του ’90 και πόσοι γνωρίζουν τους ΑΝΤΙ... ή τους Cpt. Nefos. Σκέψου πόσο γνωστό είναι το Πολυτεχνείο του ’73 και πόσο γνωστό είναι το Χημείο του ’85 και η δολοφονία Καλτεζά. Δεν κάνω συγκρίσεις – απλώς υποστηρίζω ότι αυτή η γενιά είπε και έκανε κάποια πράγματα τα οποία, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν τόσο ασήμαντα ώστε να μην αναφέρονται σχεδόν πουθενά!
Αδιέξοδο
O Fill των Yell-o-Yell
Villa 21
Last Drive
Stress
South of no North
ΑΛ: Πώς σκοπεύετε να αποδώσετε κινηματογραφικά το ντοκυμαντέρ;
M.Καφαντάρης: Ίσως ακουστεί περίεργο αλλά ένας από τους κύριους στόχους μας είναι να γίνει όσο το δυνατό λιγότερο αισθητή η σκηνοθετική παρέμβαση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το τελικό αποτέλεσμα θα προκύψει στην τύχη και χωρίς άποψη. Απλώς, μας ενδιαφέρει να μην κουράσουμε τον θεατή με πειραματισμούς, αλλά να τον αφήσουμε να μπει ανενόχλητος στην καρδιά μιας αληθινής ιστορίας και να νιώσει πράγματα, ακόμα κι αν δεν του αρέσει το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο απαιτείται πολλή δουλειά και προγραμματισμός.
Σίγουρο είναι επίσης ότι θα προσπαθήσουμε να κινηματογραφήσουμε την Αθήνα από γωνίες λήψης που θα την δείχνουν άγνωστη, απρόσωπη και εχθρική, επειδή δεν θέλουμε να μείνουμε στην παγιωμένη άποψη που έχει συνδέσει τη συγκεκριμένη μουσική με τον στενό χώρο των Εξαρχείων. Άλλωστε οι πολυχρησιμοποιημένες λήψεις των μισογκρεμισμένων νεοκλασικών θα δημιουργούσαν ένα αίσθημα οικειότητας στον θεατή – κάτι το οποίο δεν θέλουμε. Ο στόχος μας είναι να περάσει στους θεατές η ίδια αίσθηση μοναξιάς που σημάδεψε τους ήρωες του ντοκυμαντέρ στη δεκαετία του ’80, από μια πόλη που δεν παρέχει κανενός είδους άσυλο...
ΑΛ: Τι πιστεύετε ότι έχουν να πουν αυτά τα συγκροτήματα σήμερα (στους νέους και γενικότερα);
ΘΓ/ΜΚ/Ν.Χανιώτης: Ας ξεκινήσουμε από το θέμα των στίχων, «Μην κοιτάς που σου γελούν/ αύριο πάλι θα σε πατούν/ πιέσεις, υποσχέσεις/ ψεύτικες διαπραγματεύσεις», λέγανε τότε οι Stress, «Δεν είν΄ δημοκρατία, δεν είν΄ ελευθερία», έλεγε η Γενιά του Χάους – αυτοί οι στίχοι δεν μοιάζουν γραμμένοι για τη σημερινή κοινωνική κατάσταση; «Οι κάμποι της Αθήνας απεργούν/ τελικά βοή σημαίνει απραξία», έλεγαν οι Χωρίς Περιδέραιο – πώς σου φαίνεται αυτό; Ακόμα και η πιο εσωτερική θεματολογία των «σκοτεινών» συγκροτημάτων, θυμήσου το «Σαν σκοπό με σβήνει ο κόσμος/ κι έπαψε να κλαίει» των Metro Decay ή το «Annie’s Animal» του δικού σου συγκροτήματος (σσ. Villa 21), ή το «Drifters» των Yell-o-Yell, ή το «Behind the Eternal Tree» των South of no North. Τρομακτικοί στίχοι κατά τη γνώμη μας, όλη η κλειστοφοβία και η απόγνωση μιας γενιάς – συναισθήματα που, δυστυχώς, παραμένουν οικεία και για τους νεότερους.
Αν περάσουμε στη μουσική πλευρά της σκηνής εκείνης, τα πράγματα είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Επειδή τη δεκαετία του ’80 ξεκινάνε στην Ελλάδα οι πειραματισμοί στην ηλεκτρονική μουσική οι οποίοι εξελίχθηκαν μεν στις επόμενες δεκαετίες, ακολουθώντας όμως πιο εύκολους δρόμους – τα μονοπάτια που άνοιξαν οι Metro Decay, οι Reporters, οι Clown, οι Scoria, ο Σπύρος Φάρος, και τόσοι άλλοι, δεν περπατήθηκαν στη συνέχεια.
Ας μην ξεχνάμε ότι το πανκ αναβιώνει στις μέρες μας, το garage παραμένει ισχυρό, το dark μετεξελίχθηκε σε goth... Όλα αυτά παίζονταν στην Ελλάδα του ’80 και μόνο ανεπίκαιρα, από μουσικής απόψεως, δεν θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις!
Γι΄αυτό άλλωστε και οι επανακυκλοφορίες δίσκων της ανεξάρτητης ελληνικής σκηνής του ΄80 εξαντλούνται πριν ακόμα βγουν στα μαγαζιά και μιλάμε για δίσκους σε μια εποχή όπου το cd έμοιαζε να κυριαρχεί!
ΑΛ: Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης σκηνής που την ξεχωρίζει από τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές;
ΘΓ: Το θράσος και η ασέβεια. Αυτά τα παιδιά, βρέθηκαν σε μια μεταδικτατορική κοινωνία στην οποία «είχαν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης αρκεί να μην ήταν τόσο ανόητοι ώστε να το εξασκήσουν», όπως έλεγε κι ο Joe Strummer. Με την πλάτη στον τοίχο, πιεσμένοι από το «ελληνοχριστιανικό ιδεώδες» το οποίο ήταν ακόμα πανίσχυρο και εκ των προτέρων απαξιωμένοι από τη λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», η οποία τους αμφισβητούσε το δικαίωμα στην αντίδραση - χωρίς μουσικές γνώσεις, χωρίς μουσικά όργανα, χωρίς τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στα όσα συνέβαιναν εκτός Ελλάδας, αποφάσισαν να κάνουν το δικό τους, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες. Έβγαλαν τη γλώσσα στην παγιωμένη αριστερή αντίληψη της ρετσίνας, της χασαποταβέρνας και των αντάρτικων – αμφισβήτησαν την κυρίαρχη αντίληψη για το πώς πρέπει να παίζεται η ροκ μουσική και συγχρονίστηκαν με την μουσική πραγματικότητα της Ευρώπης και της Αμερικής. Αυτά τα παιδιά αρνήθηκαν να συνεργαστούν, κυκλοφόρησαν μόνοι τους τη μουσική τους σε συνθήκες αποκλεισμού και φυσικά, στο τέλος, πλήρωσαν το τίμημα. Εξαφανίστηκαν δηλαδή, όταν οι μεγάλες δισκογραφικές κατέκλυσαν τον χώρο με καλλιτέχνες οι οποίοι έπαιζαν ξαναμασημένο ροκ της δεκαετίας του ’70 και λαϊκοπόπ τσιχλόφουσκες.
Ξαναβλέποντάς τους μετά από τόσα χρόνια διαπιστώνουμε ότι παραμένουν συνεπείς στην απροθυμία τους να συμβιβαστούν με το mainstream. Κι αυτό, όπως και να το κάνουμε είναι σημαντικό. Όπως σημαντικό είναι και το να μας παίρνει συνέντευξη ένα άτομο που υπήρξε (μαζί με το συγκρότημά της) αφίσα στο δωμάτιό μου όταν ήμουνα εικοσάρης. Ειλικρινά, αν ξέραμε ότι έτσι θα γνωρίζαμε την Άντα από τους Villa 21, θα είχαμε ξεκινήσει να ψαχνόμαστε για το ντοκυμαντέρ πολύ νωρίτερα!
*το ντοκιμαντερ αναμενεται να ολοκληρωθει μεσα στο 2014, και θα προβληθει στους κινηματογραφους.